- ισχιορρωγικός
- -ή, -ό (Α ἰσχιορρωγικός, -ή, -όν)αυτός που έχει πάθει μετακίνηση τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένοςαρχ.(για στίχους) φρ. «ἰσχιορρωγικον μέτρον» — εξάμετρος στίχος με σπονδείους στη β', δ' και στ' χώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + ρώξ, ρωγ-ός «ρωγμή» (< ρήγνυμι) με διπλασιασμό τού αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω τού προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.